Που είσαι ρε, τι λέει;

ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΑΛΚΟΝΙ 25.01.2006 (1)Ξύπνημα πρωί και η μέρα με βρίσκει σε ένα κατάγκριζο τοπίο στο σπίτι, στην μπαλκόνη. Άλλες εποχές θα μύριζε το δωμάτιο φρεσκοβαμμένο καφέ, χασμουρητά, και την αλμυρή μυρωδιά της βουτηγμένης και με βούτυρο φρυγανιάς στον καφέ. Τώρα το μόνο που μπορώ να μυρίσω στα χαλάσματα της Γαληνοτάτης είναι κρύο και αυτοεγκατάλειψη. Έρχονται “γιορτές” και μαζί μια υποχρεωτική πληθωριστική μοναξιά που σε κάνει να εφευρίσκεις τρόπους να την διαπεράσεις. Ξύπνημα πρωί και η μέρα με βρίσκει σε ένα κατάγκριζο τοπίο να μιλάω με έναν υποτιθέμενο άνθρωπο που υπάρχει εδώ μέσα, τριγυρίζω στο δωμάτιο του ψύχους και με τρυπάνε σκέψεις άγχους για το θλιβερό μέλλον που διαγράφεται παρέα με την απέναντι απολιθωμένη ταράτσα και τις δύο γάτες στους σκουριασμένους τενεκέδες και τα μπουριά που χάσκουν αιωνόβια. Μεγαλώνω, και καθημερινά αυτό αποτυπώνεται στις ελλείψεις που αναγείρονται σαν τις καραμανλικές πολυκατοικίες της δεκαετίας του πενήντα, και πνίγουν στην τσιμεντένια αγκαλιά τους, κάθε υπόλοιπα σωματικής ή εν γένει ανθρώπινης επαφής. Έχω δηλαδή να ξεγεννήσω με την αυτόματη και ως ήθελα, αστική γραφή μου, τις μέρες μιας ατέρμονης ζωής που πλέον φαντάζουν τόσο λίγες.

Εναπομείνασες σκιές σε ένα διαμέρισμα, διαμερισματικοποιημένη καθημερινότητα, πόνοι στην πλάτη και γραφίδες σε αδιέξοδα αυτοκτονίας. Σαν διαμερίσματα λοιπόν τα τελευταία ημερολογιακού τύπου πράγματα και γραπτά, σαν σε κουτάκια βάζω τις ελπίδες ως πλέον μη γεννώμενες για να τις αρχειοθετήσω, και έχω αυτήν την τεράστια ελπίδα, την μόνη υπερφυσική ελπίδα να είναι ένα παιχνίδι όλο αυτό, «να έχεις άπειρες ζωές και αυτήν την τωρινή σου να μην ξέρεις τι να την κάνεις». Οι χάρτες των χρόνων που τραβήχτηκα ξαναβγαίνουν από το ντουλάπι, σαν να θέλουν να δώσουν κομμάτια στο κάδρο της εδώ σκηνογραφίας.

Με ακούνε πολλές φορές οι τοίχοι του κάστρου να μιλάω μόνος μου, να κάνω διάλογο, να γελάω γιατί είδα σε ντοκιμαντέρ ότι το σώμα δεν ξεχωρίσει αν ένα γέλιο είναι κατασκευασμένο, και ότι το γέλιο σε όποια του μορφή «κάνει καλό». Είναι και μια άλλη φωνή, τρύπια στο κρύο του γεγονότος ότι έχει καεί η σόμπα μου και ξυλιάζω. Μια φωνή που σιγολέει «τρελαίνεσαι» στα άντερα της Γαληνοτάτης χωμένος γερά, ένα θέατρο διαρκείας με τα ανάλογα ειδικά εφέ: πρώτη φορά στην ζωή μου μυρίζω μυρωδιά ψυγείου σε έναν χώρο που βρίσκομαι, αυτήν την χημική μυρωδιά, και σιγά σιγά μαθαίνω να καταλαβαίνω πως ίσως να μυρίζει σε ένα ψυγείο νεκροτομείου, αν το πτώμα είχε την μοναδική πολυτέλεια της μυρωδιάς. Εξοντωτικό κρύο που παρόλα αυτά βρίσκω μέσα του και μαγικά κομματάκια ομορφιάς.

Βόλτες στο δωμάτιο πάνω κάτω, και κάθισμα μετά, για μπάφο και γράψιμο, industrial ησυχία και στο μυαλό μου ένα σύνθημα: όχι στον θόρυβο των αρβύλων και όχι στην σιωπή των παντοφλών. Μένω άναυδος στο γεγονός ότι δεν ξέρω πλέον που ανήκω, αν και οι δύο επιλογές είναι εξόχως αποκρουστικές. Αυτήν την στιγμή με διαπερνούν ηλεκτροσόκ κρύου, αλλά αυτή η σκηνή ξεκλέβει μόρια φρεσκοψημένου καφέ φίλτρου, σαν εκείνον τον παλιό, που αν και δεν υπάρχει, η μνήμη το κάνει να μοιάζει ζωντανό. Τι είπα τώρα, «η μνήμη το κάνει και μένει ζωντανό». Μοριακός έρωτας το να μυρίζεις το κρύο, και το μυαλό μου πάει σε εκείνη την απίστευτη εκδρομή με χιόνι στην Πάρνηθα, με την συμμορία της Βερνά παρέα. Η Πάρνηθα, το μαγικό βουνό που από εκεί ξεκινάει το πνεύμα μου για να με ξαναβρεί. Εικόνες Χάνσελ και Γκρέτελ. Το βουνό μαζί με τον Υμηττό, που με έχει δεχθεί πολλές φορές στην αγκαλιά του. Να λοιπόν, το κρύο δημιουργεί αγκαλιές, απλές καθημερινές αγκαλιές, και παρακαλάω να μείνει σκοτάδι λίγο ακόμα, να πιώ το τελευταίο τσιγάρο από το δέντρο μου (τελικά δεν με έβγαλε ως την πρωτοχρονιά) και να γράψω λίγες γκρίζες παγωμένες λέξεις αγάπης.

Η μοναξιά σε κάνει εσαεί ερωτευμένο. Αν δεν μπορείς να ερωτευτείς στην πραγματικότητα, το κάνεις στην φαντασία. Έρωτες καταραμένοι, κολεκτιβικό ενσυνείδητο και του ρομαντισμού μου η πανκήλα. Έτσι, πανκήλα με βαρύ σουηδικό ήχο. Κρύο και πάλι κρύο, κομμάτια και ελευθερία. Έτσι θα καεί αυτό το πρωινό τσιγάρο μου, με τα τελευταία κομματάκια του δέντρου μου, που από τον Αύγουστο μου κράτησε καλή συντροφιά. Κάπως έτσι θα είναι και οι επόμενες καιγόμενες στιγμές μου, ρομαντικές σαν να είναι οι τελευταίες. Αλλά θάνατος δεν είναι ένα στιγμιαίο βιολογικό γεγονός. Θάνατος είναι τα μικρά γεγονότα, μικροί θάνατοι, μικρές καταστροφές, μικρές ήττες, καθημερινά και για πολύ καιρό, απλοί μικροί θάνατοι που μελωδικά ή τραγικά, το δεύτερο κυρίως, οδηγούν στον μεγάλο. Αν φεύγεις από το σταμάτημα του σώματος δεν είναι θάνατος είναι η ζωή έτσι. Η αυτοκτονία ακόμα δεν είναι να λέγεται έτσι αν φεύγεις με κατάφαση, με επιλογή, αντίθετα τότε είναι θάνατος. Εγώ δεν αυτοκτονώ, αυτοκαταστρέφομαι. Τεράστια η ποιοτική διαφορά! Η σκέψη της αυτοκαταστροφής το βράδυ είναι παυσίπονο, ενώ το πρωί ρεαλισμός. Δεν έχω εικόνα, αλλά νιώθω ότι λογοτεχνικό είναι το ότι οι άνθρωποι αυτοκαταστρέφονται σούρουπο, που σπάει η μέρα. Δεν το πιστεύω. Τότε έχει μια ομορφιά που δεν σε θέλει με αίμα. Το πρωί χωμένοι μέσα σε αστικούς τάφους, η πραγματικότητα δεν έχει ομορφιά. Αλλά, μου τα γυρίζει πάλι, τώρα δεν νιώθεις και θανατικά και υπέροχα; Φυσικά ναι, γι’ αυτό και σου γράφω. Τολμώ δε να πω, ότι δείχνει πότε πότε, υπέροχη η ζωή.

Βλέπω να φωτεινιάζει έξω η πόλη, και με αφήνει η αραχνοΰφαντη κόψη της ημέρας. Πρέπει να σε αφήσω. Στα χείλη μου διαγράφεται ο τελευταίος μπάφος από το δεντράκι μου, ο σκύλος έχει πεθάνει από τις 26 του Αυγούστου, το κρύο μυρίζει απαράλλακτο, νιώθω σε στιγμές τρυφερά για σένα και άλλοτε σε μισώ, θλιβερέ εαυτέ μου…

(19.12.2013 ξημερώματα)

~ από Karl Axegrinder στο 19.06.2014.

Πες...